- ὑπτίωσις
- ὑπτίωσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπτίωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπτιοῡμαι] 1. (για στομάχι) αναταραχή, ναυτία 2. νωθρότητα … Dictionary of Greek
ὑπτιώσει — ὑπτίωσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπτιώσεϊ , ὑπτίωσις fem dat sg (epic) ὑπτίωσις fem dat sg (attic ionic) ὑ̱πτιώσει , ὑπτιόομαι futperf ind pass 2nd sg ὑπτιόω to be turned on one s back aor subj act 3rd sg (epic) ὑπτιόω to be turned on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπτίωσιν — ὑπτίωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπτιώσεως — ὑπτιώσεω̆ς , ὑπτίωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)